πηνήκη

πηνήκη
και δ. γρφ. πηνίκη, ἡ, Α
φενάκη, περούκα, τεχνητή κόμη («τὴν πηνήκην ἀφείλετο τῆς κεφαλῆς», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από τη λ. πήνη*, κατά το φενάκη «τεχνητή κόμη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πηνήκη — false hair fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηνήκαις — πηνήκη false hair fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηνήκην — πηνήκη false hair fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηνήκης — πηνήκη false hair fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηνίκη — ἡ, Α βλ. πηνήκη …   Dictionary of Greek

  • πηνηκίζω — και πηνικίζω Α [πηνήκη] φενακίζω, απατώ, εξαπατώ …   Dictionary of Greek

  • φενάκη — η, ΝΜΑ πρόσθετη τεχνητή κόμη, περούκα νεοελλ. μτφ. ψεύδος, απάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέναξ, ακος (πρβλ. και το συνώνυμο πηνήκη*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”